- βάσανος
- η (AM βάσανος)λεπτομερής, εξονυχιστική εξέταση (α. «η βάσανος της λογικής» β. «βάσανον ὑποκείσονται» — θα περάσουν από δοκιμασία, θα υποστούν λεπτομερή έλεγχο)αρχ.-μσν.βασανιστήριο, σωματική κάκωση2. πόνος, ταλαιπωρίααρχ.1. η λυδία λίθος, πάνω στην οποία ο γνήσιος χρυσός αφήνει κίτρινο χρώμα2. η χρησιμοποίηση της λυδίας λίθου για τον έλεγχο της γνησιότητας του χρυσού3. ανάκριση με βασανιστήρια4. πληθ. ομολογία κατόπιν βασανιστηρίων5. η αγωνία για την έκβαση μιας μάχης6. προσφορά εξιλασμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη βάσανος ανάγεται στο αιγυπτιακό bahan «είδος σχιστόλιθου που χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι ως λυδία λίθο». Υποστηρίζεται ότι ο αιγυπτιακός τ. τράπηκε από τους Χετταίους ή από κάποιον άλλο μικρασιατικό λαό σε bašan, μορφή με την οποία παρελήφθη από τους Λυδούς, ενώ τέλος στην Ελληνική εισήχθη μέσω της Λυδικής (πρβλ. βάσανος: λυδία λίθος). Η σημασία της λ. βάσανος (που δήλωνε αρχικά τη λυδία λίθο) «ανάκριση με βασανιστήρια» οφείλεται σε σημασιολογική επίδραση του ρ. βασανίζω].
Dictionary of Greek. 2013.